ἐξεζητημένα

ἐξεζητημένα
ἐκζητέω
seek out
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἐξεζητημένᾱ , ἐκζητέω
seek out
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἐξεζητημένᾱ , ἐκζητέω
seek out
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • επιτηδευμένος — η, ο (Α ἐπιτετηδευμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτηδεύω ως επίθ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με επιτήδευση*, με εκζήτηση, προσποιητός, πλαστός, εξεζητημένος αρχ. επιμελής, επιδέξιος. επίρρ... επιτηδευμένα (Α ἐπιτηδευμένως) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • εσχηματισμένως — ἐσχηματισμένως (ΑΜ) επίρρ. μσν. κρυφά, μυστικά («φανερῶς ἢ ἐσχηματισμένως») αρχ. 1. με συγκεκριμένη μορφή 2. με σχήμα, παραστατικά («ἐσχηματισμένως εἰρῆσθαι») 3. (για επιχείρημα) τεχνικά, εξεζητημένα 4. απατηλά, πλαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • περίκομψος — η, ο / περίκομψος, ον, ΝΑ 1. κομψότατος 2. ο εξεζητημένα κομψός …   Dictionary of Greek

  • φοροδιαφυγή — η, Ν [φοροδιαφεύγω] (οικον.) απάτη που γίνεται από τον φορολογούμενο απέναντι στις φορολογικές αρχές και η οποία μπορεί να προκληθεί είτε με απλή απόκρυψη εισοδήματος είτε με τεχνάσματα λίγο πολύ εξεζητημένα, από ψεύτικα τιμολόγια και βιβλία έως… …   Dictionary of Greek

  • Αρνό, Ντανιέλ — (DanielArnaut, περ. 1160 – 1210). Προβηγκιανός τροβαδούρος. Σημάδεψε με το έργο του την εξέλιξη της λυρικής γαλλικής ποίησης. Σύμφωνα με την ανώνυμη προβηγκιανή Βίντα του 13ου αι., ο Α. ήταν ευγενής, γεννημένος στον πύργο του Ριμπεράκ, της… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιεφ, Κονσταντίν Νικολάγεβιτς — (Konstantin Nikolaevich Leontiev, Κουντίνοβο, Καλούγκα 1831 – μοναστήρι Οπτίνα Πουστίινι 1891). Ρώσος στοχαστής. Αφού ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, έγινε στρατιωτικός γιατρός (πήρε εθελοντικά μέρος στον Κριμαϊκό …   Dictionary of Greek

  • Πρέσερεν, Φράντσε — (Preseren, Άνω Κράινα 1800 – Κράνι 1849). Από αγρότες γονείς, έμαθε τα πρώτα γράμματα από ένα θείο του παπά και αργότερα σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, προσπάθησε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο, αλλά …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”